- οπτασιασμός
- ο [οπτασιάζομαι]το να βλέπει κανείς οπτασίες, να έχει οπτικές ψευδαισθήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπτασιασμός — ο το να βλέπει κανείς οπτασίες, το να έχει ψευδαισθήσεις, οραματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)